- πισσόχριστος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσόχριστοι — πισσόχριστος smeared with pitch masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)